άβυσσος, η κ. άβυσσο, η κ. άβυσσος, ο, ουσ. [<αρχ. ἀβυσσος], η άβυσσος· πολύ μεγάλη διαφορά, πολύ μεγάλο χάσμα, κενό που δεν μπορεί να μετρηθεί. (Λαϊκό τραγούδι: μες στη ζωή μου τη διπλή ζητώ μια λύση γιατί ’ναι άβυσσος ο δρόμος που τραβώ, είναι μαρτύριο να σ’ αγκαλιάζει άλλος και γω για άλλονε, για άλλον, λαχταρώ
- άβυσσος η ψυχή του ανθρώπου! λέγεται με απορία ή ειρωνεία για κάποιον που ξαφνικά αρχίζει να συμπεριφέρεται παράξενα ή παράλογα (από τη στιγμή που είναι ανεξερεύνητη η ψυχή του ανθρώπου)·
- βρίσκομαι στο χείλος της αβύσσου, βλ. λ. χείλος·
- είμαι στο χείλος της αβύσσου, βλ. λ. χείλος·
- μας χωρίζει άβυσσος, είμαστε εκ διαμέτρου αντίθετοι στις απόψεις μας ή στις επιδιώξεις μας: «μπορεί να κάνω παρέα με τον τάδε, αλλά σε πολλά πράγματα μας χωρίζει άβυσσος»·
- τον φέρνω στο χείλος της αβύσσου, βλ. λ. χείλος·
- φτάνω στο χείλος της αβύσσου, βλ. λ. χείλος.